64
Ιούλιος 2008
σελ.24-67
Θηρασιά
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
12 λεπτά. Τόσο χρόνο χρειάστηκε η μικρή λάντζα για να διασχίσει τον δίαυλο που χωρίζει το Αμμούδι από την Ρίβα, την κοσμοπολίτικη Σαντορίνη από την άσημη Θηρασιά. Τον ίδιο ακριβώς χρόνο χρειαστήκαμε κι εμείς για να μεταφερθούμε νοερά μερικές δεκαετίες στο παρελθόν. Καθώς πατούσαμε το πόδι μας στη Ρίβα είχαμε την αίσθηση, ότι κάπως έτσι θα ήταν η Σαντορίνη 50, 60 ή και περισσότερα χρόνια πριν.
Εφτά είμασταν όλοι κι όλοι οι επιβάτες. Αποβιβαστήκαμε στη μικρή αποβάθρα σε δευτερόλεπτα, με μια δρασκελιά. Θυμήθηκα, δυο μέρες πριν, τη στιγμή της αποβίβασης στο λιμάνι του Αθηνιού. Πανδαιμόνιο σωστό. Οι άνθρωποι του πλοίου φώναζαν και χειρονομούσαν σε επιβάτες και αυτοκίνητα να ξεμπαρκάρουν το γρηγορότερο. Πατώντας στη γη μας παραλάμβαναν οι σφυρίχτρες των λιμενικών και οι διαταγές τους ν’ ανοίξουμε το ταχύτερο τον δρόμο. Αμέσως μετά μάς περίμεναν κι άλλες φωνές, δυνατές κι αυτές αλλά μελιστάλαχτες. Προέρχονταν από την συμπαθή τάξη των «ρουματζήδων», τρεις-τέσσερις δεκάδες αραδιασμένοι σειρά, όλοι με γοητευτικό χαμόγελο, συνήθως απαίσια Αγγλικά, πλακάτ και πινακίδες με τα ονόματα και τις συναρπαστικές φωτογραφίες των Rooms. Ένας ακόμη θόρυβος, εξίσου σαγηνευτικός, εκπέμπετο από τις εξατμίσεις των τεράστιων νταλικών, με την ανάλογη βέβαια ρύπανση και οσμή. Για άλλη μια φορά, όπως τόσες άλλες στο παρελθόν αναρωτιόμουν αν αυτή την αρχική εικόνα, αυτή την πρώτη εντύπωση, έπρεπε να επιφυλάσσει – κυρίως στους ξένους μας επισκέπτες – ένας από τους πιο διάσημους – παγκοσμίως – προορισμούς.
Εφτά είμασταν όλοι κι όλοι οι επιβάτες. Αποβιβαστήκαμε στη μικρή αποβάθρα σε δευτερόλεπτα, με μια δρασκελιά. Θυμήθηκα, δυο μέρες πριν, τη στιγμή της αποβίβασης στο λιμάνι του Αθηνιού. Πανδαιμόνιο σωστό. Οι άνθρωποι του πλοίου φώναζαν και χειρονομούσαν σε επιβάτες και αυτοκίνητα να ξεμπαρκάρουν το γρηγορότερο. Πατώντας στη γη μας παραλάμβαναν οι σφυρίχτρες των λιμενικών και οι διαταγές τους ν’ ανοίξουμε το ταχύτερο τον δρόμο. Αμέσως μετά μάς περίμεναν κι άλλες φωνές, δυνατές κι αυτές αλλά μελιστάλαχτες. Προέρχονταν από την συμπαθή τάξη των «ρουματζήδων», τρεις-τέσσερις δεκάδες αραδιασμένοι σειρά, όλοι με γοητευτικό χαμόγελο, συνήθως απαίσια Αγγλικά, πλακάτ και πινακίδες με τα ονόματα και τις συναρπαστικές φωτογραφίες των Rooms. Ένας ακόμη θόρυβος, εξίσου σαγηνευτικός, εκπέμπετο από τις εξατμίσεις των τεράστιων νταλικών, με την ανάλογη βέβαια ρύπανση και οσμή. Για άλλη μια φορά, όπως τόσες άλλες στο παρελθόν αναρωτιόμουν αν αυτή την αρχική εικόνα, αυτή την πρώτη εντύπωση, έπρεπε να επιφυλάσσει – κυρίως στους ξένους μας επισκέπτες – ένας από τους πιο διάσημους – παγκοσμίως – προορισμούς.
Κείμενο: Θεόφιλος Μπασγιουράκης
Φωτογραφίες: Άννα Καλαϊτζή
ΑΓΟΡΑ ΑΡΘΡΟΥ
Για να κατεβάσετε ολόκληρο το Άρθρο απαιτούνται
1 €
("Απαραίτητη η αγορά της "Προπληρωμένης κάρτας αγοράς άρθρων")
(Μετά την αγορά, το άρθρο θα βρίσκεται στο ΑΡΧΕΙΟ στο Ο ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΜΟΥ)
1 €
("Απαραίτητη η αγορά της "Προπληρωμένης κάρτας αγοράς άρθρων")
(Μετά την αγορά, το άρθρο θα βρίσκεται στο ΑΡΧΕΙΟ στο Ο ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΜΟΥ)