ΝΕΑ

08/12/2021

Αποτελέσματα Διαγωνισμού Ταξιδιωτικής Αφήγησης

10 μήνες πριν, η εξαγγελία του διαγωνισμού ξεκινήσουμε με τα παρακάτω λόγια:
Η τόσο μικρή αλλά τόσο ενδιαφέρουσα χώρα μας η ΕΛΛΑΔΑ μπορεί να μας εκπλήξει και ταυτόχρονα να μας μαγέψει με το φυσικό της πλούτο, την ιστορία  και τους δημιουργικούς κατοίκους της.
Δώστε στις λέξεις εικόνες, συναισθήματα, μηνύματα...
1000 λέξεις ….. μια εικόνα
Περιμένουμε τα κείμενά σας….

Η ανταπόκρισή σας ήταν άμεση, πλούσια και συγκινητική.
Οι συνεργάτες μου, μέλη της κριτικής επιτροπής και εγώ σας ευχαριστήσουμε έναν – έναν και σας ευχόμαστε καλή συνέχεια στο συγγραφικό σας έργο.
Νικητές ΕΙΣΤΕ όλοι, καταφέρατε να μας κάνετε να φανταστούμε το διαφορετικό, να δραπετεύσουμε, να ταυτιστούμε μαζί σας και να περιηγηθούμε εμπλουτίζοντας  τις προσωπικές μας εμπειρίες.
Τα 3 πρώτα βραβεία του διαγωνισμού απονέμονται στους:
  • ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΛΥΒΩΤΗΣ  «Τσιρίγο»
  • ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΣΔΡΟΛΙΑ  «Τρίκερι Μαγνησίας: Ζωή εν πλω»
  • ΔΑΜΙΑΝΗ ΚΟΥΜΕΝΗ  «Ένα ταξίδι ακόμα»
Ευχαρισυούμε θερμά τους χορηγούς μας: 

1ο βραβείο:  Τριήμερο ταξίδι για 2 άτομα στο μοναδικό Handmade Village της Ελλάδας το «ΜΟΝΤΑΝΕΜΑ» στην Λίμνη Πλαστήρα. Πλήρη φιλοξενία 2 ατόμων / 2 διανυκτερεύσεις και ειδικό πρόγραμμα ξεναγήσεων στην περιοχή ανάλογα με τα ενδιαφέροντά σας.

2ο βραβείο: μια πλήρης κασετίνα με όλους τους χάρτες για κάθε γωνία της Ελλάδας των εκδόσεων Terrain.

3ο βραβείο: μια δωροεπιταγή αξίας 100€ για την αγορά βιβλίων των εκδόσεων «ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ».

Όλοι οι συμμετέχοντες στο διαγωνισμό θα λάβουν δώρο μια ετήσια ηλεκτρονική συνδρομή (4 τεύχη) στο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ ξεκινώντας από το τεύχος Νο 129 Χειμώνας 2022.
Ακολουθούν  τα κείμενα  των νικητών.
 
Καλή ανάγνωση.

1ο Βραβείο - ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΛΥΒΩΤΗΣ  «Τσιρίγο»

Σπρώχνω με τα χέρια το ποδήλατο στην ανηφόρα. Δεν έμεινε πολύ ακόμη ως το Χερουλάκι· μετά το μοναστήρι θα πιάσω τον δρόμο προς το Μελιδόνι και θα ανέβω επιτέλους στο ποδήλατο. Σε είκοσι λεπτά θα ‘μαι στη θάλασσα, γυμνός και ολομόναχος, με το ιδρωμένο μου κεφάλι κάτω από το μαγιάτικο νερό. Σηκώνω ψηλά το βλέμμα να δω τη θέα προς την άγρια λοφοπλαγιά του Βάνη που κατεβαίνει από τους ψηλούς βράχους του βουνού και σβήνει απότομα στη θάλασσα, ακριβώς μπροστά από το Καραβονήσι, τη Στρογγυλή και τη Λυδία – τις τρεις βραχονησίδες με τα τυλιγμένα στη βάση τους αφρισμένα σκοινιά. Πότε πέρασαν κιόλας δεκατρείς μέρες; Αύριο τέτοια ώρα θα ‘ρθει ο Γιώργος –ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που μένω, εδώ στα Κύθηρα, στην ερημιά του Βάνη– να με περιμαζέψει και να μ’ αφήσει στο αεροδρόμιο του νησιού. Δεκατρείς μέρες έχω να ανταμώσω ανθρώπους· καθόλου δε μου ‘λειψαν. Μάη μήνα δε συναντάς ψυχή σ’ αυτό το δυτικό τμήμα του Τσιρίγου –ενετική ονομασία των Κυθήρων–, παρά μονάχα όσους αθόρυβα τη θάλασσα διασχίζουν μες στα εμπορικά πλοία της Μεσογείου. Ίσως κάπου εδώ γύρω, στο νησί της Κυθέρειας Αφροδίτης, ήρθαν να χαρούν τις πρώτες τους ερωτικές βραδιές ο Πάρης και η Ωραία Ελένη, αμέσως μετά τη φυγή από τη Σπάρτη. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν, μερικές χιλιάδες χρόνια αργότερα, ο Παναγιώτης και η Ιφιγένεια –οι δύο μου γονείς– οι οποίοι, μακριά απ’ όλους, κρύφτηκαν ενωμένοι στη σκιά ενός δέντρου, στην ασφάλεια του κίτρινου αντίσκηνου, στην αγκαλιά της πολύχρωμης αιώρας. Ίσως γι’ αυτό –με αφορμή την ανάγκη μου να απομονωθώ για χάρη του σκαριφήματος του επόμενου μυθιστορήματός μου– επιστρέφω, τριάντα τέσσερα χρόνια αργότερα, στον τόπο του «εγκλήματος», φιλοπερίεργος μήπως μπορέσω να διαισθανθώ εκείνη την πρώτη, τρυφερή στιγμή της ίδιας μου της ύπαρξης, μήπως αφουγκραστώ απερίσπαστος τον εσωτερικό ψίθυρο, μακριά από τον θόρυβο της μικροαστικής μου καθημερινότητας.
Στερεώνω το χέρι στο μέτωπό μου, προσπαθώ να εντοπίσω στο βάθος το σπίτι που μένω, ή έστω τα γύρω από το δικό μου σπίτια – άδεια αυτή την εποχή. Σ’ αυτά «ζουν» οι φίλοι μου, εγώ τους «εγκατέστησα» στα γύρω σπίτια μπας και ξεγελάσω τη μοναξιά, ειδικά κατά την ώρα του δειλινού, τότε που το δροσερό αεράκι λογομαχεί με το χαμηλωμένο ραδιόφωνο. Απέναντι, ο ορίζοντας χαράχτηκε μάλλον με μολύβι, άλλοτε καλοξυσμένο σαν ακίδα κι άλλοτε αδρό, γεμάτο συναισθήματα. Ο ήλιος είναι ακόμα ψηλά, έχει δυο–τρεις μέρες που δυνάμωσε ξαφνικά και δε συγχωρεί τους παραστρατημένους πεζοπόρους. Τον χαίρομαι έτσι όπως πέφτει κατακόρυφα στη γαληνεμένη θάλασσα δημιουργώντας αντανακλάσεις που θυμίζουν πλήθος έμβιων όντων που πάλλονται, χειροκροτούν, ζητωκραυγάζουν. Στα Κύθηρα ήρθα άνοιξη, με κλειστά παράθυρα το βράδυ, μάζεμα μέσα από νωρίς, δροσερούς αέρηδες, περαστικά σύννεφα και μακρυμάνικες μπλούζες, και φεύγω καλοκαίρι, μες στο αδιατάραχτο μπλε του ουρανού και της θάλασσας, το εκτυφλωτικό φως, την ακινησία του αέρα, την εικοσιτετράωρη γύμνια, τις ξεκλείδωτες πόρτες, τη μεσημβρινή ραστώνη και τη σιγαλιά του ηλιοβασιλέματος. Δεν υπάρχει καλύτερη περίοδος να επισκεφτείς έναν τόπο πέρα από το μεταίχμιο δύο εποχών, η αλλαγή στο τοπίο με συμπαρασύρει προς ένα καλύτερο αύριο.
Η αυλόπορτα του μοναστηριού στο Χερουλάκι είναι κλειδωμένη. Δεν αναζητώ το κλειδί στις γύρω γλάστρες, προτιμώ να ανέβω στην καυτή σέλα και να κατηφορίσω προς τη θάλασσα. Φτάνω στο Μελιδόνι –τι όμορφο όνομα! κρατάει μέσα του κάτι από μέλι και ηδονή– και ορμάω κατευθείαν στο παγωμένο σεντόνι της θάλασσας, κάπου μεταξύ Αιγαίου και Ιόνιου πελάγους. Δυστυχώς, δεν είμαι μόνος. Μια μπουλντόζα στρώνει άμμο στην παραλία για τις ομπρέλες και τις ξαπλώστρες της σεζόν. Οι μέρες
της αθωότητας φτάνουν στο τέλος τους. Βγαίνω έξω, στεγνώνω πάνω σε έναν βράχο και παίρνω –ηττημένος και απογοητευμένος– τον δρόμο της επιστροφής. Τουλάχιστον θα φτάσω νωρίς στο σπίτι, πριν από το τελευταίο ηλιοβασίλεμα. Στην κορυφή της διαδρομής με υποδέχεται η «προβέντζα», ο ανοιξιάτικος δυτικός άνεμος που έχει αγκαλιάσει την περιοχή του Βάνη και τα γύρω βουνά με εύπλαστα κομμάτια ομίχλης. Σταματάω στην άκρη του δρόμου να μαζέψω φασκόμηλο για να το σκορπίσω ανάμεσα στα ρούχα της βαλίτσας. Διαλύω μερικά φύλλα τρίβοντάς τα στα χέρια μου και παίρνω μια βαθιά ανάσα μέσα απ’ τις παλάμες· αρχέγονη σκοτοδίνη, ίδια με κείνη που ένιωσαν όλοι οι λαοί που πέρασαν από δω: Μινωίτες, Φοίνικες, Αργείοι, Βυζαντινοί, Ενετοί, τόσοι και τόσοι άλλοι.
Λίγο πριν φτάσω στο σπίτι, ο ουρανός αφήνει να πέσει μια ευγενική, ανεπαίσθητη βροχή, χωρίς όμως να το στρώσει. Η μοναδική βροχή που είδα στο νησί – γλυκός αποχαιρετισμός. Αφήνω το ποδήλατο στη σκιερή πλευρά του σκίνου και περπατάω στον παρακείμενο ελαιώνα. Η κίνηση με το ποδήλατο, ή με το αυτοκίνητο, αφαιρεί από το τοπίο την έννοια του χρόνου, τούτη την τόσο απαραίτητη προέκταση της περπατησιάς. Το μάτι μου πέφτει απέναντι, στο λευκοντυμένο ξωκλήσι του Αγίου Νικολάου του Κρασσά και στην ημικυκλική πέτρινη σκάλα του που αγκαλιάζει το φρύδι του πρασινόγκριζου γκρεμού. Πρέπει να γυρίσω σπίτι, να προετοιμαστώ για την τελευταία πράξη του έργου. Ο συνομήλικος Γιώργος μού ‘φερε κρασί, λάδι και τσίπουρο παραγωγής του. Φθονώ το έργο των χεριών, του μυαλού και των ενστίκτων του.
Δεκατρία ηλιοβασιλέματα, όλα διαφορετικά μεταξύ τους, όλα σχεδόν την ίδια ώρα, όλα βουτούν μέσα στη θάλασσα και όλα διαρκούν όσο δυο τραγούδια και ένας στεναγμός. Ευλογία το βύθισμα του ήλιου μέσα στο νερό, το βάπτισμα του πυρός –κυριολεκτώ– της επερχόμενης νύχτας. Απόλαυση να περπατάς ξυπόλητος πάνω στις πέτρινες πλάκες της βεράντας την ώρα της δύσης. Ο ήλιος που φεύγει αφήνει το ίχνος του στο ύστατο καταφύγιό του. Το τελευταίο ηλιοβασίλεμα ήταν διπλό. Έδυσε πρώτα μες στα σύννεφα και έπειτα βγήκε πάλι –σαν τα ανκόρ των συναυλιών– λίγο πάνω από τον ορίζοντα. Ορισμένοι στέρφοι βράχοι, κάτω από τον ευδιάκριτο δίσκο του ήλιου, εξέχουν της υδάτινης επιφάνειας. Τα κύματα που σκάνε με δύναμη πάνω τους μοιάζουν με μικρούς άσπρους καβαλάρηδες που προσπαθούν να ανέβουν –ανεπιτυχώς– στα άλογά τους. Σε ένα τέτοιο άλογο θέλω να ανέβω κι εγώ, να πάρω τον δρόμο για τ’ ανικανοποίητα κι άσβεστα πάθη μου, να πάψω να ‘μαι ακύθηρος – ο στερούμενος θελγήτρων άνθρωπος.
Νύχτωσε, τραβάω τις κουρτίνες των παραθύρων στην άκρη, να μπαίνει ανεμπόδιστα το ρίγος του μισοφέγγαρου σκοταδιού. Τα ανύποπτα κελαηδίσματα αλαφραίνουν ευτυχώς τη βαριά ατμόσφαιρα και μου θυμίζουν εκείνο που ‘χα διαβάσει κάπου: ότι οι περαστικές στερήσεις και οι μικρές λύπες είναι το αλάτι της ζωής. Να θυμηθώ αύριο, λίγο πριν έρθει ο Γιώργος, να τραβήξω μια φωτογραφία, το μοναδικό αυτοπορταίτο των τελευταίων δεκατριών ημερών. Να καθίσω πάνω στο πεζούλι της βεράντας, μπροστά στον καθαρό ορίζοντα και τον ανοιχτόμυαλο ουρανό. Ναι, θέλω να αποτυπώσω την παρουσία μου, εδώ, στην άκρη της γης. Εξάλλου, δεν υπάρχει κανένα μέρος στον κόσμο –ακόμα και στην πιο άγρια έρημο– απ’ όπου μπορείς να ξεφύγεις από τον εαυτό σου.
[Κύθηρα, 17 – 30 Μάη 2021]

2ο Βραβείο - ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΣΔΡΟΛΙΑ  «Τρίκερι Μαγνησίας: Ζωή εν πλω»

Έχεις δει κάτι ξεχασμένους γερο-ναυτικούς, αποσυρμένους στη στεριά; Παροπλισμένους εντελώς, μα με την αλμύρα να έχει ποτίσει το πετσί και τα ρούχα τους; Που ξημεροβραδιάζονται στα καφενεία του λιμανιού, μόνο και μόνο για ν’ ακούσουν οικείες λέξεις, αρόδο και ράδα, σταμπάι και μανούβρα, μπάρκο και μαρκόνι; Ε λοιπόν, αν θες να τους συναντήσεις, θα τους βρεις στην Αγία Κυριακή, στην είσοδο του Παγασητικού κόλπου.
Σκαρφαλωμένο ψηλά στο Τισσαίο όρος το ναυτοχώρι Τρίκερι στέκεται μόνο του αποκομμένο εντελώς από τα εικοσιτέσσερα χωριά του Πηλίου. Η μοναδική πρόσβαση στο Τρίκερι μέχρι πρόσφατα γινόταν αποκλειστικά από τη θάλασσα, κι ας μην είναι νησί. Κι όμως ως τέτοιο το αντιμετώπιζαν για χρόνια.
Τώρα το Τρίκερι συνδέεται οδικώς με τον Βόλο, η μνήμη όμως κάνει τις δικές της συνδέσεις και με πάει πίσω στα τέλη της δεκαετίας του ΄70. Ενώ οι φαντάροι της ΜΟΜΑ σκάνε φουρνέλα για να ανοίξουν τον δρόμο για το Τρίκερι, να κάνουν τον «μπουλντουζόδρομο», εμείς έπρεπε να φορτώσουμε τα μπαγκάζια των καλοκαιρινών διακοπών στο πλοίο της γραμμής. Μια μαμά, δυο κόρες στο δημοτικό κι ένα μωρό. Ο μπαμπάς ξενιτεμένος. Κι ένα χρυσόψαρο στη γυάλα. Κι ο Μπούλης το καναρίνι στο κλουβί.
Στο λιμάνι του Βόλου οι γλάροι πετούν χαμηλά, οι επιβάτες μαζεύονται και οι μπουκαπόρτες του πλοίου «ΚΥΚΝΟΣ» ανοίγουν διάπλατα. Οι δυο ζωγραφιστοί κύκνοι στην πλώρη του το κάνουν να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα καράβια. Ο τουρισμός δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί κι έτσι το πλοίο καταλαμβάνεται από Σποραδίτες γηγενείς που κουβαλούν μύρια καλούδια από τον Βόλο. Φλυαρία και κουτσομπολιό, σουσάμια κι αποτσίγαρα, κοφίνια και καλάθια, τσιρίδες και κυνηγητά στο κατάστρωμα. Πάνω στις δυο ώρες φαίνεται ο πέτρινος φάρος, σήμα κατατεθέν ότι φτάνουμε στον προορισμό μας.
Και τώρα αρχίζει η δράση. Ετοιμοπόλεμοι οι επιβάτες με προορισμό το Τρίκερι ανασκουμπώνονται. Μετριούνται, μετρούν τις αποσκευές, κάνουν τα κουμάντα τους. Το πλοίο δεν μπαίνει στον κολπίσκο της Αγίας Κυριακής, αλλά επιβραδύνει και ακινητοποιείται αρόδο με τις μηχανές στο ρελαντί. Μια λάντζα από το λιμανάκι πλησιάζει και πλευρίζει το βαπόρι, για να παραλάβει τους ταξιδιώτες. Το μεγάλο πλοίο κατεβάζει ανεμόσκαλα. Οι βαρκάρηδες απλώνουν τα χέρια σε πλέγμα, άλλοι πάνω στο πλοίο, άλλοι στη λάντζα. Χέρια μαυρισμένα, καθαρισμένα με στουπί να φύγει η πίσσα, νύχια λερά. Κι οι Τρικεριώτες, μαθημένοι στα δύσκολα, ψημένοι στην αλμύρα, κατεβαίνουν. Ένα ένα τα σκαλιά, με προσοχή, μην γλιστρήσει κανείς και βρεθεί μεσοπέλαγα, μην του φύγει κανά καπέλο ή παπούτσι και το φάει το δελφίνι που παρακολουθεί, αρόδο κι αυτό, μην ανέβει η φούστα από τον άνεμο και γίνουν αποκαλύψεις.
Έρχεται η σειρά μας. Πρώτα εμείς οι μικρές. Χέρια απλώνονται να κρατηθούμε. Διαλέγουμε τα πιο στιβαρά, τα πιο αξιόπιστα. Μετά το μωρό. Έι-οπ! Από χέρι σε χέρι. Προσοχή! Εύθραυστο ροζ πακέτο. Χέρια τραχιά που κρατάνε τα παλαμάρια, σκασμένα απ’ τ’ αλάτι, μας στηρίζουν μέχρι να σταθούμε στα πόδια μας. Μετά το χρυσόψαρο. Έι-οπ κι αυτό! Αντί για γυάλα το είχα κλείσει σε δοχείο για ελιές, με καπάκι μη μου δραπετεύσει στο πέλαγος. Έι-οπ κι ο Μπούλης μέσα στο κλουβί του! Και μετά τα συμπράγκαλα, το κιβώτιο με τα σοκολατούχα καρνέισιον, τα μωρουδιακά. Μετρηθήκαμε. Όλοι εντάξει. Η λάντζα σφυρίζει στο μεγάλο πλοίο κι αυτό περιμένει μέχρι να φτάσουμε στην ακτή. Αλλιώς τα απόνερά του είναι ικανά να μας ξεβράσουν ναυαγούς. Ναυαγούς σε ένα μέρος που δεν είναι καν νησί, που δρόμο και νερό δεν είχε μέχρι πρόσφατα. Κάτω από τον θόρυβο των φουρνέλων της ΜΟΜΑ αποβιβαζόμαστε και ξαναμετριόμαστε. Τουλάχιστον στην αριθμητική κάναμε εξάσκηση τότε... 
Με το που αναπτύχθηκαν οι χερσαίες επικοινωνίες κι άνοιξαν οι δρόμοι, τα πλοία της γραμμής πηγαινοέρχονταν με όλο και λιγότερους επιβάτες, ώσπου τα δρομολόγια κρίθηκαν ασύμφορα και σταμάτησαν οριστικά. Σήμερα εύκολα φτάνεις στο Τρίκερι οδικώς, ακολουθώντας από τον Βόλο την ακτογραμμή μέχρι να τελειώσει ο δρόμος. Δεν έχουν αλλάξει και πολύ τα πράγματα. Λουλακί και λευκό, πήλινα πιθάρια, μπλε παντζούρια, γλάστρες με βασιλικούς, λευκά πλεκτά κουρτινάκια, ξωκλήσια με κοφτά κεντήματα στα εικονίσματα, ασβεστωμένες πλάκες στις αυλές. Λίγο πολύ όλα αυτά τα έβρισκες και τα βρίσκεις παντού στο Αιγαίο. Όμως την κόκκινη κορδέλα που δένει τα λούλουδα της Πρωτομαγιάς, μπουκετάκι σφιχτό με κατακόκκινο φιόγκο κρεμασμένο στην εξώπορτα, σε κάθε σπίτι του χωριού, πλουσιόσπιτο ή φτωχόσπιτο, δεν θα τη βρεις πουθενά. Από αυτή και μόνο αναγνωρίζεις το τρικεριώτικο πορτοπαράθυρο ανάμεσα σε όλα τα πορτοπαράθυρα του κόσμου. 
«Ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων» λέει ο Ηράκλειτος, αλλά νομίζω πως μοίρα του ανθρώπου δεν είναι μόνο ο χαρακτήρας του. Είναι και ο τόπος του. Ο τόπος που ζεις καθορίζει την ιδιοσυγκρασία, τα ήθη, το διαιτολόγιο, την αρχιτεκτονική, την αισθητική τη δική σου και των συντοπιτών σου. Ρίξε μια ματιά γύρω σου. Άνυδρος τόπος και σκληρός το Τρίκερι. Μόνη λύση επιβίωσης η θάλασσα. Λίγα τα παιδιά στο σχολείο του χωριού. Τα αγόρια θα φύγουν στον Βόλο, για να φοιτήσουν σε ΕΠΑΛ Ναυτιλιακών και μετά στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων στη Μηχανιώνα. Μια κλειστή κοινωνία με μητριαρχικό χαρακτήρα. Οι γυναίκες, μαθημένες στα μεγάλα μπάρκα των αντρών, διαχειρίζονται την περιουσία, κάνουν κουμάντο σε όλα. Στην κοινωνία των Τρικέρων η γυναίκα ταυτίζεται με το κλείσιμο, τη σταθερότητα, την παρουσία. Αντίθετα, ο άντρας ταυτίζεται με το άνοιγμα, την κινητικότητα, την απουσία. Όσο η Τρικεριώτισσα κλείνεται στα όρια του χωριού τόσο ο Τρικεριώτης ανοίγεται στα πέρατα του κόσμου. Οι άντρες ταξιδεύουν και θέλουν, όταν επιστρέψουν, να τα βρουν όλα όπως τα άφησαν. Κι αυτός είναι ο ρόλος των γυναικών. Οι γυναίκες των Τρικέρων αποτελούν ένα σώμα συμπαγές και σταθερό, κλειστό και συνεκτικό, που διαφυλάττει και διαχειρίζεται περιουσίες, συγγένειες και ηθικές αξίες. Χάρη σ’ αυτές, παρά τη χρόνια λειψυδρία, δεν θα δεις σπίτι χωρίς γλάστρες και λουλούδια, αυλή χωρίς δέντρο. Όσο για τις εκκλησίες αυτές είναι το επίκεντρο τακτικών συλλογικών συναντήσεων των γυναικών. Εκεί το θρησκευτικό συναίσθημα παραμερίζεται από την τάση επίδειξης, ενδυματολογικού συναγωνισμού και κοινωνικής κριτικής.
Οι γέροι, παροπλισμένοι, ψαρεύουν στα καΐκια τους. Θα τους δεις να μπαλώνουν τα δίχτυα τους με τους γάτους να χουζουρεύουν στο πλάι τους. Παλιότερα θα έβλεπες άντρες ψημένους από τον ήλιο και τ’ αλάτι να πατούν τα σφουγγάρια μέχρι να φύγει το γάλα. Τώρα βλέπεις χταπόδια απλωμένα στα σκοινιά να ξεραίνονται στον ήλιο. Μπουγάδες ολόκληρες από χταπόδια που κάνουν τους γάτους και τους τουρίστες να ξερογλείφονται.
Οι γέροι στα καφενεία. Διαχρονικοί Έλληνες, όποιο κι αν είναι το όνομά τους, Οδυσσέας ή Ιάσων, καπτα-Βαγγέλης ή μαστρο-Θωμάς. Τσαλακωμένα τα κορμιά τους. Η λαμαρίνα, τα σουέλ, ο νόστος, τα μεγάλα μπάρκα, οι φιλιππινέζοι μάγειρες τούς έκαναν να αποσυρθούν πρόωρα. Θα τους δεις με τη φωτογραφία κάποιου μπάρκου, τσαλακωμένη κι αυτή πια, να έχει πάρει τη μυρωδιά του κορμιού τους. Την κουβαλούν μαζί τους, μαζί με την ταυτότητα και το διαβατήριο. Σαν διαπιστευτήριο ή σαν παράσημο ανδρείας. Το τελευταίο μπάρκο. Η φωτογραφία και το βάδισμά τους με ανοιχτά τα πόδια, για να πατάνε σταθερά ακόμη και στα πιο μεγάλα μποφόρια, είναι πλέον τα μόνα απομεινάρια από μια ζωή εν πλω.  

3ο Βραβείο - ΔΑΜΙΑΝΗ ΚΟΥΜΕΝΗ  «Ένα ταξίδι ακόμα»

Τα παιδικά όνειρα, όπως και οι μεγάλες αγάπες, δεν ξεχνιούνται ποτέ. Αν η τύχη είναι με το μέρος σου κι αν το μυαλό σου δουλεύει αρκετά, ίσως καταφέρεις να υλοποιήσεις τα όνειρα αυτά. Έζησα τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής μου να ψάχνω το ιδανικό μέρος να ξαποστάσω, μετά από δεκαετίες εργασίας. Κι επιτέλους, το βλέπω να ξεπροβάλλει στον λόφο:
«Ορίστε τα κλειδιά, κύριε. Όπως σας είπα, το σπίτι ανακαινίστηκε πέρυσι. Η περιοχή είναι υπέροχη, ησυχία. Δεν έχει καθόλου έπιπλα. Μόνο στον επάνω όροφο θα βρείτε ένα παλιό μπαούλο, σάπιο. Αν σας είναι χρήσιμο κρατήστε το, ειδάλλως ενημερώστε με να το πάρω.» είπε ο μεσίτης, μού έδωσε τα κλειδιά και αφότου πήρε τα πρώτα ενοίκια εξαφανίστηκε. Ο χώρος τώρα ήταν ακόμη πιο μαγευτικός, απαλλαγμένος από την μωρή φλυαρία. Ανέβηκα στον επάνω όροφο. Η θέα μαγευτική. Μια δυο σημαίες στα καΐκια σε απόλυτη αρμονία με το γαλάζιο νερό και τον λευκό αφρό της θάλασσας: Ελλάδα. Αν προσπαθούσες πολύ θα άκουγες τα τραγούδια ή τις φωνές των ψαράδων να ξεπροβάλλουν απ’ τον ήχο των κυμάτων που έσκαγαν στα βράχια. Κάθισα στο μπαούλο κι έμεινα να αγναντεύω το πέλαγο, πανευτυχής για ένα όνειρο που έγινε το τώρα και το αύριο για μένα.
Απ’ τους στοχασμούς μου με έβγαλε ένας κρότος. Τα σανίδια στο μπαούλο τσακίστηκαν κάτω απ’ το βάρος μου. Σηκώθηκα πριν γκρεμιστώ, άνοιξα το μπαούλο. Τι ιστορία θα έκρυβε το έρμο μέσα του… Μέσα ήταν άδειο. Σήκωσα τη τσόχα που είχε από κάτω. Ένα παλιό σημειωματάριο, με κιτρινισμένες σελίδες κοιμόταν ήσυχο για καιρό εκεί κάτω. Έκπληκτος το πήρα. Το απόγευμα φαινόταν πως θα περνούσε πολύ ευχάριστα.
 
«1η Ιουλίου 1905
 
 Ήρθα και σήμερις στο περιγιάλι, η τράτα του κυρού μου ακόμα να φτιαχτεί. Οι μαστόροι ώρα δεν είχαν να την γιατρέψουν και ο κύρης έλειπε στην πόλη μέρες. Μ’ έταξε μια μπάλα γερή με τα χρώματα αν την μαστορέψω μοναχός μου. Ως τότε, ψάρι δεν θα ‘χει η φαμίλια και θα πεινάσουμε αν δεν κάνομε κάτι.
Σαν σκεφτόμουν και μαστόρευα με το σφυράκι μου στο περιγιάλι, ο Στραβοκωστής στάθηκε με τη βάρκα του σιμά μου.
«Μωρέ μη παιδεύεσαι με τη βάρκα μες τους ήλιους! Έλα με μένα, πάμε για ψάρι κι έπειτα σ’ ένα τόπο που δεν είδες ποτέ. Εκεί θα βρεις θεούς και δαίμονες που λέει ο λόγος, και λεφτά θα βγάλεις και γιατρικά για την τράτα σου θα βρεις. Κι αν με βοηθήσεις στην ψαριά, σου δίνω και τα μισά απ’ τα ψάρια! Άιντε ανέβα πάνω.» Πολλά δεν ήθελα, παιδί ήμουν και τα λόγια με χόρταιναν πιότερα απ’ το ψωμί της μάνας. Μ’ ένα σάλτο βρέθηκα στου Στραβοκωστή την τράτα, με μια αράδα δίκτυα αγκάλη να ακούω τις ιστορίες για το μέρος που πηγαίναμε.
«Ο κύρης μου πήγαινε μικρός. Εκεί λέει γεννήθηκαν οι θεοί όλοι. Έχει και θάλασσα και δάσος και βουνό και πεδιάδα, όλα μαζί ανάκατα στον ίδιο τόπο. Λένε πως είναι νησί, μα να πας γύρου γύρου του με το καΐκι δεν μπορείς. Κι όσοι πάνε μαγεύονται και δεν έρχονται πίσω…». Πιο πολύ με παραμύθι μου φαινόντουσαν, μα ‘χε ο γέρος ο στραβός τόσο πόθο στην εξιστόρησή του που μ’ έπεισε κι εμένα. Έτσι κι αλλιώς ως το σούρουπο θα φθάναμε και θα ‘ξερα ο ίδιος αν ψέματα αράδιαζε ή αλήθειες.
Ψαρέψαμε μια ψαριά που όμοια δεν είδα. Τα ψάρια ήταν τόσα που τραβούσαν τα δίκτυα και το καΐκι έγερνε, θαρρείς θα βουλιαζόταν. «Απ’ των θεών τον τόπο έρχονται τα ψάρια, μικρέ!» είπε ο Κωστής και τα μάτια του έλαμψαν από ένα χαμόγελο αγνό και όμορφο. Το σούρουπο ζύγωνε. Τα νερά λαμπύριζαν χρυσά. Ο συνοδοιπόρος μου άλλο που δεν σιωπούσε. Θαρρείς κι όσο δειλίνωνε πιότερο μιλούσε. Γύρω μας μόνο χρυσά νερά, στεριά δεν φαινόταν. Ξελέπιασα τα ψάρια, τα χώρισα. Κουράστηκα, πήραμε σβάρνα τους σκοπούς όλους να ξενυστάξουμε. Κι απάνω που θα πρότεινα να στρίψουμε τα πανιά να πάμε πίσω, καταπράσινοι λόφοι με πλάι τους θάλασσα και δάσος και βουνό και πεδιάδα ξεπρόβαλαν μπροστά μας. Αναθάρρησα, όρμησα στον Κωστή να τον ευχαριστήσω. Το πρώτο μου ταξίδι φάνταζε ονειρικό.
Κοντέψαμε μια ακτή. Οι θεόρατοι βράχοι, επιβλητικοί έμοιαζαν με τείχος. Κατέβηκα. Κρύο το νερό έγλειφε το σώμα μου μέχρι το γόνατο.
«Εφθάσαμε μικρέ. Να περάσεις καλά. Θα δεις εδώ πράματα και θάματα, θα μάθεις, θα πονέσεις και θα χαρείς. Είσαι άξιο παλικαράκι…»
«Δεν θα κατεβείς εσύ μπάρμπα Κωστή;»
«Μπα, δεν κάνει, γέρος άνθρωπος. Στραβός είμαι, μη ξεχνάς!» είπε και τα μάτια του έπαιξαν περίεργα, όπως κάνουν κάθε φορά που λέει αυτή την φράση. «Μα θέλω μια πλερωμή. Τι, τσάμπα σε έφερα; Λένε εδώ έχει μια σπηλιά, όπου γεννήθηκαν οι θεοί όλοι. Και μέσα έχει πετρώματα στα χρώματα όλα. Κάθε χρώμα και ένα φάρμακο. Γαλάζιο να μου φέρεις, σαν τα νερά του γιαλού. Για την εγγόνα μου. Κρίμα να μείνει κι αυτή στραβή σαν εμένα…». Φίλησα το χέρι του και υποσχέθηκα να μη γυρίσω αν δεν φέρω αυτό που μου ζήτησε. Ο ήλιος είχε πια κρυφτεί μισός πίσω απ’ τα χρυσά νερά. «Στο καλό παλικαράκι!» άκουσα από μακριά, καθώς ανέβαινα τους απόκρημνους βράχους που φρουρούσαν τον περίεργο εκείνο τόπο.
3η Ιουλίου 1905
Δυο μέρες γύριζα τον τόπο τούτο. Τα όσα είδα δεν τα χόρταινε το μάτι μου με τίποτα. Εκείνο το πρωί, αποφάσισα να βγω στα βουνά. Μήτε στην θάλασσα μήτε στο δάσος, μήτε στην πεδιάδα βρήκα τη σπηλιά. Στο βουνό θα την έβρισκα, έπρεπε να την βρω… Απ’ το ακρογιάλι που κοιμήθηκα, θα μου έπαιρνε ώρα να ανέβω στο βουνό. Πλύθηκα, το κρύο αγέρι σούβλισε το σώμα μου. Άρχισα να σκαρφαλώνω στα βράχια σαν ζαρκάδι. Από εκεί, η θέα ήταν ακόμα πιο μαγευτική. Όλος ο τόπος μια μαγεία. Συνέχισα να σκαρφαλώνω-ο ήλιος σκαρφάλωνε κι αυτός, έπρεπε να βιαστώ. Μέχρι να φτάσω, σκεφτόμουν το σπίτι, τη μάνα μόνη με τα μωρά, τον κύρη στην πόλη και την τράτα ξεχαρβαλωμένη. Τον παράδεισο αυτό που διάβαινα και πόσο θα με θαύμαζαν οι δικοί μου αν τους έδειχνα τον τόπο που ανακάλυψα… και η ώρα πέρασε εύκολα.
Από κοντά το βουνό ήταν ακόμη πιο ψηλό, λες και άγγιζε τον ουρανό. Από τους πρόποδες του κιόλας είδα το άνοιγμα της σπηλιάς: στενό, χωρούσε ένα άνθρωπο να περάσει μόνο, μα ψηλό ίσα με τον ουρανό. Ο αέρας ήταν ελαφρύς, αχόρταγα τον δέχονταν τα πνευμόνια μου μετά από τόσο ποδαρόδρομο. Αφού ξαπόστασα, κίνησα για την κορυφή και τη σπηλιά. Αρπαζόμουν από όπου έβρισκα, τόσο απότομη και δύσβατη ήταν η διαδρομή. Με χέρια και πόδια σκαρφάλωνα, και χαιρόμουν τόσο το σκαρφάλωμα αυτό λες κι ήταν το πιο διασκεδαστικό παιχνίδι στον κόσμο. Χαμογελώντας μ’ αντίκρυσε η σπηλιά. Τρέχοντας έφτασα στο στόμιό της. Κι όσα αντίκρυσα άνθρωπος δεν τα είδε ποτέ. Αυτά μοναχά να αντίκρυζε η εγγόνα του Στραβοκωστή και θα έβλεπε καλύτερα από μένα-τόση η λάμψη ήταν, τόσα τα χρώματα και η ομορφιά… Δάκρυσα. Τα κατάφερα! Και τα πετρώματα βρήκα και ταξίδεψα! Μα πρώτα, ταξίδεψα… Σφούγγιξα τα μάτια, μπήκα στη σπηλιά. Κάλυψα τα μάτια με την απαλάμη μου κι όταν τα άνοιξα τ-
Η διήγηση τελείωνε με αυτόν τον απότομο τρόπο. Η επόμενη σελίδα έλειπε. Και η μεθεπόμενη. Τσαντισμένος που δεν μπορούσα να συνεχίσω την ιστορία έκλεισα το σημειωματάριο. Αυτές οι λίγες σελίδες όμως ήταν αρκετές για να με κάνουν να έχω τόση περιέργεια, που να ξεχυθώ στους δρόμους με ένα σακίδιο ξανά, αθετώντας την υπόσχεσή μου για «όχι άλλα ταξίδια». Οι βαλίτσες μου ήταν έτοιμες. Τα ταξιδιωτικά έγγραφα με περίμεναν υπομονετικά. Δεν το σκέφτηκα διπλά. Έψαχνα ένα νησί, ακατοίκητο το 1905, με βουνό και θάλασσα και δάσος και πεδιάδα όλα μαζί ανάκατα. Και με μια σπηλιά με πετρώματα μαγικά… Ένα νησί που λέγεται πως γεννήθηκαν εκεί οι θεοί όλοι. Κάπου στην Ελλάδα.
Μετά από ένα χρόνο ψάξιμο, χωρίς να έχω βρει τίποτα που να αντιπροσωπεύει έστω στο ελάχιστο την αφήγηση του μικρού εκείνου αγοριού, στο μακρινό 1905, επέστρεψα εξουθενωμένος και απογοητευμένος στο σπιτάκι που ενοικίασα. Μα δεν μπορεί! Το δίχως άλλο, ο προηγούμενος ιδιοκτήτης θα τα έγραψε όλα αυτά. Και οι χωριανοί, οι υπόλοιποι ψαράδες θα ήξεραν να μου πουν…
Κατέβηκα βιαστικά στο γιαλό, πρωί πρωί πριν ξεχυθούν στ’ ανοικτά όλα τα καΐκια. Ρώτησα τους μεγαλύτερους, με εμφανή ανυπομονησία.
«Πάει καιρός που πέθανε ο γέρος, παιδί μου. Πράγματι ο πατέρας του είχε τράτα, κατέβαινε στην πόλη συχνά… Θυμάμαι και τότες που έσπασε η τράτα, με φώναξε να την μαστορέψω. Μάστορας ήμουν! Μα δεν νομίζω να ταξίδεψε ποτές το παιδί. Φτωχή οικογένεια. Μέρα δεν έφυγε απ’ το χωριό ώσπου να πεθάνει.» Τα ίδια άκουσα από όσους ρώτησα. Και η ιστορία αυτή έληξε για μένα, πικρά.
Ένα βράδι, χειμώνα, όταν τα ξύλα για το τζάκι είχαν τελειώσει, σκέφτηκα το μπαούλο που μέχρι τότε άφησα πεταμένο σε μια γωνιά, να μην θυμάμαι. Το πήρα, το ξήλωσα. Και τότε στα πόδια μου έπεσε το σημειωματάριο με τις κιτρινισμένες σελίδες, λες και παρακαλούσε το έλεός μου. Κάθισα μπροστά στη φωτιά και το χάιδεψα. Κι αν με πλήγωσε στο τέλος, μου είχε δώσει τη χαρά να ζήσω ονειρικά μέσα από την αφήγησή του. Το ξεφύλλισα ξανά, αποχαιρετιστικά. Και τότε είδα για πρώτη φορά μια σημείωση στο πίσω φύλο:
«Τα καλύτερα ταξίδια τα κάνεις με το μυαλό…»

 

ΕΠΙΣΗΜΑ ΜΕΛΗ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ Ε.Ο.Τ. (ΜΗ.Τ.Ε.): 0933Ε60000205901